γίλος

γίλος
(6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να κατασκοπεύσουν τις ελληνικές πόλεις υπέρ του Δαρείου. Ο Γ. ζήτησε ως ανταμοιβή την επιστροφή στην πατρίδα του, γεγονός που μπορούσαν να επιτύχουν οι Κνίδιοι, φίλοι των Ταραντίνων. Ο Δαρείος έστειλε αγγελιαφόρο στην Κνίδο ο οποίος αιτήθηκε την επιστροφή του Γ. στον Τάραντα. Αλλά οι Κνίδιοι δεν μπόρεσαν να πείσουν τους Ταραντίνους και ο Γ. παρέμεινε εξόριστος.
* * *
ο
βλ. γύλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”